- κοινείον
- κοινεῑον, τὸ (Α) [κοινός]1. κοινός χώρος συγκεντρώσεων2. εταιρεία, σύνδεσμος3. πορνείο, χαμαιτυπείο4. κοινό ταμείο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοινεῖον — common hall neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… … Dictionary of Greek